κέρας

κέρας
Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία πλευρά προεξέχει από το περιβάλλον, τότε λέγεται ημίκερας· αν αποτελείται από πτυχωμένα στρώματα, καλείται πτυχόκερας· στην περίπτωση που αποτελείται από στρώματα που δεν έχουν πτυχωθεί, ονομάζεται τραπεζόκερας.
* * *
το (ΑΜ κέρας, -ατος, Α επικ. γεν. κέραος και κεράατος, αττ. συνηρ. γεν. κέρως, ιων. γεν. κέρεος)
1. το κέρατο που βρίσκεται στο κεφάλι πολλών θηλαστικών («διαφέρει δὲ καὶ τὰ κέρατα τῶν θηλειῶν βοῶν και τῶν ταύρων», Αριστοτ.)
2. πτέρυγα παράταξης στρατού ή στόλου («τὸ δεξιὸν μὲν πρώτον εὐτάκτως κέρας ἡγεῑτο», Αισχύλ.)
3. είδος σάλπιγγας από κέρατο ζώου ή από μέταλλο, το οποίο χρησιμοποιούνταν από τους αρχαίους στρατούς, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται από κυνηγούς, αμαξηλάτες κ.λπ. («Τυρρηνῶν δ' ἐστίν εὕρημα κέρατά τε καὶ σάλπιγγες», Αθήν.)
4. φρ. «κέρας Αμάλθειας»
α) το κέρατο τής κατσίκας η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, ανέθρεψε τον Δία
β) σύμβολο αφθονίας αγαθών
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. τα κέρατα
α) ανατ. ονομασία διαφόρων τμημάτων οργάνων τού σώματος λόγω τού σχήματός τους («κέρατα τού ιερού οστού»)
β) (παθολ.) παθολογικές εκφύσεις κερατώδους συστάσεως ή νεοπλασίες τής επιδερμίδας που έχουν ποικίλο σχήμα και εμφανίζονται σε ακάλυπτα μέρη τού σώματος
2. ναυτ. κυλινδρική κεραία για τη στερέωση τών ιστίων που έχουν τραπεζοειδές σχήμα
3. μουσ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου που αποτελείται από πολύ μακρύ ορειχάλκινο περιελισσόμενο σωλήνα, το κόρνο
4. φρ. α) «ηχητικό κέρας» — το κλάξον τού αυτοκινήτου
β) ναυτ. «κέρας ομίχλης» — όργανο με σχήμα κεράτου που εκπέμπει ισχυρό ηχητικό σήμα και χρησιμοποιείται κυρίως από τα ιστιοφόρα πλοία για ένδειξη τής θέσης τους και αποφυγή σύγκρουσης σε περίπτωση ομίχλης
μσν.
εξουσία
μσν.-αρχ.
αντικείμενο με κερατοειδές σχήμα
αρχ.
1. η κεραία τών αρθροπόδων («καταβάλλων τά κέρατα πλάγια [ὁ κάραβος]»)
2. η ινώδης ουσία τών κεράτων και τών οπλών τών ζώων που χρησιμοποιείται ως κατεργάσιμη ύλη
3. ποτήρι κατασκευασμένο από κέρατο βοδιού ή από μέταλλο («ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνειν», Πίνδ.)
4. τρίχα ή κόμη
5. ορμίσκος ή διακλάδωση ποταμού ή θάλασσας («ἐν Ἰνδοῑς ἐν τῷ κέρατι καλουμένῳ», Αριστοτ.)
6. σώμα στρατού που αποτελούνταν από 8.192 άνδρες, διφαλαγγαρχία
7. μεραρχία
8. συγκρότημα από 32 άρματα
9. η κεραία τού πλοίου, η αντένα
10. το εξέχον μέρος τού όρους, η βουνοκορφή
11. ανατ. το άκρο τής μήτρας
12. ο πήχης τής λύρας («ῥηγνὺς χρυσόδετον κέρας, ῥηγνὺς ἁρμονίαν χορδοτόνου λύρας», Σοφ.)
13. σοφιστικός συλλογισμός, ο κεράτινης*
14. το φυτό σταφυλίνος ο άγριος
15. στον πληθ. τὰ κέρατα
κεράτινες αιχμές που εφαρμόζονταν στο άκρο τών καλάμινων γραφίδων
16. φρ. α) «βοὸς κέρας»
i) κεράτινο συρίγγιο ασφαλείας στο οποίο στερεωνόταν το βαρίδι τής ορμιάς ψαρέματος
ii) αλιευτική ορμιά από τρίχες βοδιού
β) «κατὰ κέρας προσβάλλω» ή «κατὰ κέρας ἐπιπίπτω» — προσβάλλω, χτυπώ κάποιον από τα πλάγια
γ) «ἐπὶ κέρας ἀνάγω» ή «κατὰ κέρας ἄγω»
(σχετικά με ναυτική ή στρατιωτική παράταξη) παρατάσσω τον στόλο ή τον στρατό έτσι ώστε το ένα κέρας να έρχεται πίσω από το άλλο
δ) «κέρατα τῆς γῆς» — τα άκρα τής γης
ε) «ἁπαλὸν κέρας» — η πόσθη
στ) «κέρατα ποιώ τινι» — κερατώνω κάποιον, κάνω κάποιον κερατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ker-- «κέρατο, κεφαλή», τη συνεσταλμένη βαθμίδα (καρ-) τής οποίας εμφανίζουν τα κάρα*, κάρηνον* (< καρασ-) και το αρχ. ινδ. śiras- «κεφάλι», ενώ τη μηδενισμένη της (κρ-) το κρανίον* (< θ. κρασ-). Η απαθής βαθμίδα εμφανίζεται και στο λατ. cerebrum «εγκέφαλος» (< *kerә-s-ro-m). Εκτός από το σιγμόληκτο θ. τών ανωτέρω υπάρχει και θ. σε -u- που εμφανίζεται στα κερα (F)-ός (απαθής βαθμίδα) και στο λατ. cornu «κέρας». Παρέκταση -n- εμφανίζουν επίσης το γερμ. horn «κέρας» και το αρχ. ινδ. śŕn-g-am «κέρας». Η λ. «κέρας» εμφανίζεται ως α' συνθετικό αρχικά με τις μορφές κεραο-, κερασ-, κερε- και κερο-. Η οδοντικά παρεκτεταμένη (με -τ-) μορφή τής ρίζας κερα-τ-κερα-τ-(ο) είναι μεταγενέστερη. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -κερας, -κερος, -κερως (πιθ. < *κέρα[σ]ος) και, μεταγενέστερα, -κέρατος. Τα περισσότερα παρ. εμφανίζουν το θ. κερατ-, υπάρχουν όμως και ορισμένα με θ. κερα(σ)- ή κερ-. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, ο τ. κέρας μεταπλάστηκε σε κέρατο.
ΠΑΡ. κεραία, κερατιά (I), κεράτινος, κεράτιον, κερατίτις, κερατώ (-ώνω)
αρχ.
κεράεις, κεραΐτης, κεραΐτις, κεράμβηλον, κεράμβυξ, κέραξ, κεράσσω, κερατάριον, κεράτειος, κεράτινης, κερατίς, κερατώδης, κερατών
αρχ.-μσν.
κερατίας, κερατίζω, κερέινος, κερόεις, κερώ
μσν.
κεραταία, κερατέα, κερατόπουλον
μσν.- νεοελλ.
κερατάς
νεοελλ.
κερατάκι, κερατένιος, κερατίνη, κερατίτης, κερατού(κ)λης, κερίζω.
ΣΥΝΘ. (Α΄ συνθετικό) κερασφόρος, κερατοειδής, κεροβάτης, κεροπλάστης
αρχ.
κεραελκής, κεραοξόος, κεραούχος, κεράρχης, κεραρχία, κερασκόμη, κεράσχειλος, κερατάρχης, κεραταρχία, κεραταύλης, κερατεσσείς, κερατηφόρος, κερατογλύφος, κερατοξόος, κερατοποιός, κερατόπους, κερατουργός, κερατοφάγος, κερατοφόρος, κερατοφορώ, κερατοφυής, κερατοφυώ, κερατόφωνος, κερατώπις, κεραύλης, κερεαλκής, κεροβόας, κερόδετος, κεροειδής, κερόστρωτος, κεροτυπώ, κερουλκός, κερούχος, κεροφόρος, κερόχρυσος, κερωδός, κερωνία, κερώνυξ
αρχ.-μσν.
κερασφορώ
μσν.
κερατοβούκινον, κερατοπλήκτωρ, κερόκωπος
νεοελλ.
κεράκμων, κέρασπις, κερατογένεση, κερατογλωσσικός, κερατογονία, κερατογόνος, κερατοδερμία, κερατόδους, κερατόλιθος, κερατόλυση (-ία), κερατολυτικός, κερατοπέταλο, κερατόπτερις, κερατοπώγων, κερατόρρινος, κερατόσαυρος, κερατόστομο, κερατοφύη, κερατόφυλλο, κερατοφυλλοκήλη, κερατοφύρης, κερατοψίδες, κερόγλωσσος, κερόκτενος, κερούλκησις, κερουλκώ. (Β' συνθετικό) α) -κερας, αρχ. αιγίκερας, αιγόκερας, αυτόκερας, βούκερας, δίκερας, επίκερας, καλλίκερας, οδοντόκερας, υψίκερας
β) -κέρατος: ακέρατος, δικέρατος
αρχ.
ελικοκέρατος, καλοβοκέρατος, κονδοκέρατος, κριοκέρατος, οξυκέρατος, ορθοκέρατος, στρεβλοκέρατος, τετρακέρατος
νεοελλ.
καμπυλοκέρατος, μονοκέρατος, πλατυκέρατος, στεφανοκέρατος, τρικέρατος
γ) -κερος: άκερος
αρχ.
ηΰκερος, μουνόκερος
νεοελλ.
ρινόκερος, μονόκερος
δ) -κερως. αιγόκερως, ρινόκερως, μονόκερως
αρχ.
αεξίκερως, αιπύκερως, αναπτησίκερως, αργίκερως, ασελγόκερως, αυξίκερως, βαθύκερως, βούκερως, βριθύκερως, δίκερως, ελιξόκερως, εύκερως, ευρύκερως, καλλίκερως, μεγαλόκερως, μελάγκερως, νήκερως, οιόκερως, ολιγόκερως, οξύκερως, ορθόκερως, ουλόκερως, πλατύκερως, πολύκερως, στρεβλόκερως, στρεψίκερως, ταυρόκερως, τετράκερως, τραγόκερως, τετράκερως, τρίκερως, υπέρκερως, υψίκερως, χρυσόκερως, ψιλόκερως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεράς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρας — Aër. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • Κέρας Ἀμαλϑείας. — См. Рог изобилия …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κερίζω — [κέρας] (στην Κύπρο) 1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό 2. μτφ. συντροφεύω …   Dictionary of Greek

  • κερά — κεράς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράδες — κεράς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράεσι — κέρας Aër. neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράεσσι — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράεσσιν — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”